-
1 παρά-νοια
παρά-νοια, ἡ, Unverstand, Thorheit, Wahnsinn; Aesch. Spt. 738; Ar. Nubb. 1459; παρανοίας αἱρεῖν τινα, Einen wegen Wahnsinns anklagen, 835, wie παρανοίας γράφεσϑαι, Plat. Legg. XI, 928 e 929 d, u. παρανοίας ἑαλωκώς, überführt, als Wahnsinniger verurtheilt, Aesch. 3, 251; τὸ τῆς παρανοίας εἶδος, Plat. Phaedr. 266 a; Sp., wie Luc. Macrob. 24; Plut.
См. также в других словарях:
ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek